αὐτόπρεμνος

αὐτόπρεμνος
αὐτόπρεμνος
together with the root
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αυτόπρεμνος — αὐτόπρεμνος, ον (Α) 1. (για δέντρα) μαζί με τη ρίζα, από τη ρίζα 2. αυτός που βρίσκεται στην απόλυτη κατοχή μου, ολοκληρωτικά δικός μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + πρεμνος < πρέμνον «το κάτω μέρος του κορμού του δέντρου, το κούτσουρο, η ρίζα»] …   Dictionary of Greek

  • αὐτοπρέμνως — αὐτόπρεμνος together with the root adverbial αὐτόπρεμνος together with the root masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόπρεμνον — αὐτόπρεμνος together with the root masc/fem acc sg αὐτόπρεμνος together with the root neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπρέμνοις — αὐτόπρεμνος together with the root masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόπρεμνα — αὐτόπρεμνος together with the root neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόπρεμν' — αὐτόπρεμνα , αὐτόπρεμνος together with the root neut nom/voc/acc pl αὐτόπρεμνε , αὐτόπρεμνος together with the root masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek

  • βραχύπρεμνος — η, ο με πολύ κοντό κορμό, με διακλαδώσεις σχεδόν αμέσως πάνω απ΄ το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + πρεμνος < πρέμνον «το κατώτατο μέρος του κορμού του δέντρου, το κούτσουρο, η ρίζα» (πρβλ. αυτόπρεμνος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”